- ὁπότε
- + С 0-0-1-6-3=10 Is 16,13; Ps 3,1; 33(34),1; 55(56),1; 58 (59),1when Ps 58(59),1; id. (in indir. question) Jb 26,14; id. (in rel. cl.) TobS 6,14
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὁπότε — when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek
όποτε* — (σύνδ. και επίρρ. χρον.) 1. όποια στιγμή, όταν («μού τά επιστρέφεις όποτε μπορέσεις») 2. οσάκις, κάθε φορά που, όσες φορές συμβαίνει να... («νά ρχεσαι όποτε θέλεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁπότε, με αναβιβασμό τού τόνου κατά το ὅταν] … Dictionary of Greek
όποτε — σύνδ. χρον., οπότε, όταν, οπόταν: Όποτε θέλεις τηλεφώνησε μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χὠπότ' — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὠπότε — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπότ' — ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκότε — ὁπότε when ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁππότε — ὁπότε when epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek